αποσμητικά

αποσμητικά
Ουσίες που έχουν την ιδιότητα να απομακρύνουν, να βελτιώνουν ή, το λιγότερο, να μειώνουν την ένταση μιας οσμής, ιδιαίτερα έντονης ή δυσάρεστης. Είναι γνωστοί διάφοροι τύποι α. με ποικίλους μηχανισμούς. Το α. μπορεί πράγματι να προκαλέσει σωστή χημική αντίδραση που οδηγεί στη μετατροπή μιας ουσίας με οσμή σε άοσμη ουσία ή σε ουσία με λιγότερο δυσάρεστη οσμή (σε αυτή την περίπτωση πρόκειται συνήθως για οξειδωτικά, όπως το χλώριο και το όζον) ή μπορεί να ενεργήσει σκεπάζοντας με τη δική της οσμή την οσμή μιας ουσίας χωρίς να αλλοιώσει τη σύστασή της· υπάρχουν ακόμα και μερικά απορροφητικά (αφομοιωτικά) ικανά να απομακρύνουν τις ουσίες που έχουν οσμή. Τα α. μπορούν ακόμα να ανήκουν στη κατηγορία των απολυμαντικών ή των αντισηπτικών. Τα υγρά ή αεριώδη προϊόντα που απορρίπτονται από μερικά εργοστάσια ή τα καυσαέρια των αυτοκινήτων, οι ατμοί που προέρχονται από το ψήσιμο των φαγητών κλπ. μολύνουν την ατμόσφαιρα και προκαλούν ένα σύνολο από δυσάρεστες οσμές, τις οποίες είναι δυνατόν να μετριάσουμε προληπτικά, αλλά είναι δύσκολο να τις καταργήσουμε εντελώς. Ο προληπτικός περιορισμός τους γίνεται με φιλτράρισμα και καθαρισμό των υδάτων που αποχετεύονται, με συντήρηση των τροφίμων σε ψυγεία, με την καταστροφή των αλλοιωμένων ουσιών, με την εισαγωγή καθαρού αέρα στους χώρους κλπ. Εκτός από αυτούς τους προληπτικούς τρόπους που χρησιμοποιούνται στην πράξη, καταφεύγουμε σε μερικές περιπτώσεις στα α. Από αυτά οι γλυκόλες (δισθενείς αλκοόλες) είναι τα συνηθέστερα, επειδή επιδρούν ως διαλυτικά πολλών ουσιών που έχουν δυσάρεστη οσμή. Μόνες τους ή ανακατεμένες με άλλες εφαρμοζόμενες ουσίες, οι γλυκόλες χρησιμοποιούνται για ψεκασμό ή εξαερούμενες· στην πρώτη μορφή διαλύουν ή απορροφούν τα μόρια με οσμή που υπάρχουν στην ατμόσφαιρα· στη δεύτερη μορφή οι γλυκόλες έχουν μια επίδραση βακτηριοκτόνο, έχοντας τη δυνατότητα έτσι να προλαβαίνουν την ανάπτυξη δυσάρεστων οσμών, που οφείλονται στη δράση των μικροοργανισμών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • νερό — Χημική ένωση με τύπο Η2Ο. Υπάρχει στη φύση σε μεγάλες ποσότητες, σε υγρή, στερεή και αέρια κατάσταση. Κάθε μόριό του αποτελείται από δύο άτομα υδρογόνου και ένα οξυγόνου Στην αρχαία ελληνική και στην καθαρεύουσα λέγεται ύδωρ. Το ν. είναι βασικός …   Dictionary of Greek

  • αποσμητικός — ή, ό αυτός που βοηθά στην εξαφάνιση της οσμής (του ιδρώτα κτλ.)· το ουδ. συνήθως ως ουσ., αποσμητικό, το η ουσία που χρησιμεύει στην εξαφάνιση της οσμής: Στις μέρες μας κυκλοφορούν πολλά αποσμητικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”